προσδιορισμός

προσδιορισμός
ο, ΝΜΑ [προσδιορίζω]
νεοελλ.
1. ακριβής υπολογισμός, καθορισμός («έγινε ο προσδιορισμός τής αύξησης τών ενοικίων»)
2. όρος τής πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το υποκείμενο, το ρήμα, το κατηγορούμενο και το αντικείμενο (α. «ονοματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που συμπληρώνουν ουσιαστικά ή επίθετα και είναι οι ίδιοι ουσιαστικά, επίθετα ή ισοδύναμες λέξεις
β. «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που αναφέρονται κυρίως σε ρήματα, είναι οι ίδιοι επιρρήματα, ισοδύναμες φράσεις ή και δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις και δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις, όπως τόπο, τρόπο, χρόνο, αίτιο κ.ά.
γ. «ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται στην ίδια πτώση με τον προσδιοριζόμενο όρο, όπως είναι η παράθεση, η επεξήγηση, ο επιθετικός και ο κατηγορηματικός προσδιορισμός
δ. «ετερόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται σε διαφορετική πτώση από τον προσδιοριζόμενο όρο και είναι συνήθως σε μία από τις πλάγιες πτώσεις)
3. φρ. «προσδιορισμός παθογόνου»
(φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται στην αναγνώριση τής ταυτότητας ενός παθογόνου οργανισμού ή ιού με βάση τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα
μσν.-αρχ.
ο περαιτέρω ορισμός, η επί πλέον διασάφηση
αρχ.
ο επί πλέον όρος σε ένα πρόβλημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσδιορισμός — further definition masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμός — ο 1. καθορισμός, ορισμός: Στη μικροβιολογική εξέταση γίνεται προσδιορισμός των παθογόνων στοιχείων. 2. όρος της πρότασης που καθορίζει ή συμπληρώνει την έννοια άλλου όρου: Ονοματικός προσδιορισμός. – Eμπρόθετος προσδιορισμός. – Eπιρρηματικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • προσδιορισμοῖς — προσδιορισμός further definition masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμοί — προσδιορισμός further definition masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμοῦ — προσδιορισμός further definition masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμούς — προσδιορισμός further definition masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμῶν — προσδιορισμός further definition masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμῷ — προσδιορισμός further definition masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμόν — προσδιορισμός further definition masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”